- μονοφυλετισμός
- οβιολ. η εξελικτική καταγωγή ενός οργανισμού από ένα μόνο αρχέτυπο, δηλ. από ένα αρχικό ή θεμελιώδες είδος.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια, λ., πρβλ. αγγλ. monophyletism (< μον(ο)-* + φυλή)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εξέλιξης, θεωρία της- — Θεωρία κατά την οποία όλα τα αντικείμενα του σύμπαντος έχουν υποστεί, με την πάροδο του χρόνου, μεταμορφώσεις σύμφωνα με μια φυσική διαδικασία εξέλιξης που τα οδήγησε βαθμιαία από μια αρχέγονη, ομοιογενή και αδιαφοροποίητη κατάσταση, σε… … Dictionary of Greek